- ἀνθράκιον
- ἀνθράκιονbrazierneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθράκιον — το (Α ἀνθράκιον) το καρ βουνάκι νεοελλ. 1. λεπτή σκόνη από κάρβουνο που χρησιμοποιείται σαν χρώμα 2. ορυκτό πυριτικό αρχ. 1. είδος μαύρου λίθου με τον οποίο έφτιαχναν καθρέφτες 2. είδος πολύτιμου λίθου 3. εξάνθημα, σπυρί (από την ασθένεια… … Dictionary of Greek
ἀνθρακίων — ἀνθράκιον brazier neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακίῳ — ἀνθράκιον brazier neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
θράκα — και θρακιά, η βλ. ανθρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθράκα, μεγεθ. του αθράκι < αρχ. ανθράκιον, υποκορ. τού άνθραξ*] … Dictionary of Greek
θράκια — τα αναμμένα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού θράκι < αρχ. ανθράκιον, υποκορ. τού άνθραξ*] … Dictionary of Greek